Thursday 31 March 2016

Η Ελλάδα της μισής δραχμής

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής

Λ​​ίγες ημέρες μετά την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών και με τις ουρές των συνταξιούχων έξω από τραπεζικά υποκαταστήματα έφθασε στο Μαξίμου μια μελέτη σχετικά με την επίδραση των περιορισμών. Τα στοιχεία προκάλεσαν έκπληξη, διότι έδειχναν πως το εκλογικό σώμα δεν είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το κλείσιμο των τραπεζών.
Αυτό σίγουρα ερμηνεύτηκε από τα στελέχη της κυβέρνησης ως ισχυρή ένδειξη της αντοχής, της υποστήριξης ή και της ανοχής του εκλογικού σώματος στους διαπραγματευτικούς χειρισμούς της κυβέρνησης, αλλά και στην προσωπική αύρα του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα.
Σίγουρα το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες χρωστάνε στις τράπεζες έκανε πολλούς αδιάφορους. Επίσης, αναμφισβήτητα υπήρχε εκείνη την εποχή μεγάλη στήριξη προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως η περιορισμένη αντίδραση έχει μάλλον πολύ διαφορετικά αίτια.

Από την αρχή της κρίσης, το 2010, επιχειρήσεις αλλά και πολίτες προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να διαφυλάξουν την περιουσία τους, τα συμφέροντά τους, τις αποταμιεύσεις τους. Προσπαθούσαν να απεξαρτηθούν, ή καλύτερα να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από το κράτος (φορολογία), αλλά και από τις τράπεζες. Με άλλα λόγια, εφαρμογή της στρατηγικής «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μπορούμε να καταγράψουμε δύο περιόδους. Η πρώτη αρχίζει στα τέλη του 2009 και τελειώνει με τις εκλογές του Ιουνίου 2012, και η δεύτερη αρχίζει τον Νοέμβριο του 2014 και έχει αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2015.
Στην πρώτη περίοδο, υπήρξε μαζική εκροή καταθέσεων προς το εξωτερικό, κυρίως με εμβάσματα αλλά και με αγορές αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού. Ο κίνδυνος τότε ήταν η έξοδος από το ευρώ. Τα περισσότερα χρήματα κατευθύνθηκαν προς το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Ταυτόχρονα, μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και συμφέροντα μετακίνησαν το ταμείο τους εκτός Ελλάδος.
Κατά τη δεύτερη περίοδο έχουμε τη φυγή 45 περίπου δισ. Αυτή, όμως, τη φορά κατευθύνθηκαν προς μαξιλάρια, και ήταν κυρίως μικροκαταθετών. Εδώ είχαμε συνδυασμό κινδύνων. Δηλαδή, της κατάρρευσης των τραπεζών, με το «κούρεμα» των καταθέσεων, αλλά και της εξόδου από την Ευρωζώνη. Το αποτέλεσμα ήταν το υπόλοιπο στις καταθέσεις να είναι πολύ κάτω των 100 χιλ. με την προσδοκία της εγγύησης μέχρι αυτό το ποσό. Επίσης, χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προσπαθώντας να παρακάμψουν τους περιορισμούς, μετοίκησαν σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος. Λίγο αργότερα, όταν ανακάλυψαν το ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, πολλές από αυτές μεταφέρθηκαν εξολοκλήρου στερώντας το Δημόσιο από φορολογικά έσοδα.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των πράξεων ήταν να υπάρξει μία de facto απεξάρτηση της οικονομικής ζωής από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και η οικονομία να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον που θυμίζει έντονα την περίοδο δραχμής του 1980. Πλέον σχεδόν κανείς δεν πάει σε τράπεζα για να πάρει δάνειο, αλλά για να διεκπεραιώσει πληρωμές. Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στα εντός τραπέζης ευρώ, χωρίς όμως μεγάλη μείωση στην κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων που από τα 50 δισ. τον Ιούνιο έπεσε μόλις στα 48,5 δισ. τον Νοέμβριο.
Επίσης, αναβίωσε η «μαύρη» αγορά ρευστών εκτός τραπεζών με προμήθεια 5-7%. Δηλαδή, άλλη η αξία των «ελεύθερων» ευρώ και άλλη των εγκλωβισμένων. Ολα αυτά θυμίζουν τις ένδοξες εποχές της δραχμής.
Τότε που υπήρχε «μαύρη» αγορά συναλλάγματος δολαρίων και μάρκων και οι τράπεζες δεν είχαν ενεργό ρόλο στην οικονομία. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε το ευρώ εντός τραπεζικού συστήματος να παίζει τον ρόλο της δραχμής και το ευρώ εκτός, αυτόν του σκληρού νομίσματος. Δηλαδή ένα καθεστώς μισής δραχμής.
Αυτή η απεξάρτηση της οικονομίας, σε συνδυασμό με τον τουρισμό, συνέβαλε στο να υπάρχει πολύ μικρότερη ύφεση από αυτή που περίμεναν οι οικονομικοί αναλυτές. Αυτός ήταν και ο μηχανισμός επιβίωσης πολλών επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Δυστυχώς, όμως, για την ελληνική οικονομία, η εξέλιξη αυτή είναι μακροπρόθεσμα άκρως αρνητική. Οχι μόνο στερεί το Δημόσιο από φόρους, αλλά έχουμε την απαγκίστρωση της οικονομικής ζωής από τις τράπεζες και επιστροφή σε πρακτικές άλλων δεκαετιών, που θα πάρει χρόνια για να αναστραφεί. Η δε απόφαση να μην δημιουργηθεί «κακή» τράπεζα, αλλά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να παραμείνουν εντός των τραπεζών, θα συνεχίσει να δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας και επάρκειας κεφαλαίων στις τράπεζες.
Ο καθηγητής κ. Βαρουφάκης μπορεί να μην ολοκλήρωσε το σχέδιό του για επιστροφή στη δραχμή, αλλά κατόρθωσε να μας ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Για την ακρίβεια 30 χρόνια πίσω, σε περιβάλλον μισής δραχμής. Ας ελπίσουμε το 2016 οι κυβερνητικοί χειρισμοί να μας επιστρέψουν στο ευρώ και όχι στην πλήρη δραχμή.